- άπηξ
- (-ηκος) ο астр. апекс
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άπηξ — (Αστρον.). Το σημείο εκείνο του ουρανού προς το οποίο κινείται ο Ήλιος με όλο το ηλιακό σύστημα που αποτελείται από τους πλανήτες, τους δορυφόρους τους και τους κομήτες. Λέγεται και κόρυμβος. Εξαιτίας της σχετικής κίνησης των αστέρων και επειδή… … Dictionary of Greek
ἀπῇξ' — ἀπῇξα , ἀπαίσσω spring from aor ind act 1st sg (attic epic ionic) ἀπῇξο , ἀπαίσσω spring from plup ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀπῇξο , ἀπαίσσω spring from perf imperat mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀπῇξε , ἀπαίσσω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρυμβος — Το ακρότατο σημείο βουνού καθώς και πλοίου (ακροστόλιο)· επίσης, ο γυναικείος κότσος. (Αστρον.) Βλ. λ. άπηξ. (Βοταν.) Ένας από τους τύπους των βοτρυωδών (μονοποδιακών) ταξιανθιών των φυτών, όπου οι μίσχοι των χαμηλότερων στον βλαστό λουλουδιών ή… … Dictionary of Greek
ηλιακό σύστημα — Ο Ήλιος και το σύνολο των ουράνιων σωμάτων, πλανητών, δορυφόρων, αστεροειδών, κομητών και μετεωριτών/μετεώρων που περιφέρονται γύρω από αυτόν σύμφωνα με τους νόμους της παγκόσμιας έλξης και τους νόμους του Κέπλερ. Μετά τις πρόσφατες όμως… … Dictionary of Greek